- εξαποφθείρω
- ἐξαποφθείρω (Α)καταστρέφω εντελώς, φθείρω τελείως, αφανίζω («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη ἕως ἁπάντων ἐξαπέφθειρεν βίον», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαποφθερῶ — ἐξαποφθείρω destroy utterly fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπέφθειραν — ἐξαποφθείρω destroy utterly aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)